εὐφορίας

εὐφορίας
εὐφορίᾱς , εὐφορία
power of enduring easily
fem acc pl
εὐφορίᾱς , εὐφορία
power of enduring easily
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ταούρτ — η, Ν μυθ. θεά τής Αιγύπτου, αγαθοεργή προστάτιδα τής ευφορίας και τής τεκνοποιίας, η οποία παριστανόταν με κεφάλι και σώμα ιπποποτάμου σε όρθια θέση, ουρά κροκοδείλου και νύχια λιονταριού …   Dictionary of Greek

  • αγονία — η (Α ἀγονία) [ἄγονος] 1. ανικανότητα αναπαραγωγής, στείρωση, ασπερμία, ατοκία 2. έλλειψη ευφορίας, ακαρπία …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • αφορία — η (AM ἀφορία) [άφορος] 1. έλλειψη παραγωγής, έλλειψη ευφορίας, ακαρπία 2. μτφ. έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα 3. ανεπάρκεια, έλλειψη …   Dictionary of Greek

  • ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • κορυθάλη — και κορυθαλλία και κορυθαλία και κορυθάλεια, ἡ (Α) 1. κλάδος ή στεφάνι ελιάς ή δάφνης, το οποίο διακοσμούσαν με ταινίες και τό κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες ως σύμβολο τής ευφορίας, τής γονιμότητας και τής ζωής σε διάφορες γιορτές, αλλ. ειρεσιώνη …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”